ημεροκοιτος

ημεροκοιτος
    ἡμερόκοιτος
    ἡμερό-κοιτος
    дор. ἁμερόκοιτος 2
    (ᾱ)
    1) спящий днем, проводящий день во сне
    

(ἀνήρ Hes. - о воре)

    2) умолкающий на день
    

(βλαχαὴ σμικρῶν τεκέων Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ημεροκοιτος" в других словарях:

  • ημερόκοιτος — ἡμερόκοιτος, δωρ. τ. ἁμερόκοιτος, ον (Α) (για κλέφτες ή για νυχτερίδες) αυτός που κοιμάται την ημέρα για να μπορεί να κλέβει κατά τη νύχτα («μή ποτε σ ἡμερόκοιτος ἀνήρ ἀπὸ χρήμαθ ἕληται», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + κοιτος (< κοίτη),… …   Dictionary of Greek

  • ἡμερόκοιτος — sleeping by day masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμερόκοιτον — ἡμερόκοιτος sleeping by day masc/fem acc sg ἡμερόκοιτος sleeping by day neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεροκοίτου — ἡμερόκοιτος sleeping by day masc/fem/neut gen sg ἡμεροκοίτης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεροκοίτους — ἡμερόκοιτος sleeping by day masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… …   Dictionary of Greek

  • ἁμερόκοιτοι — ἁ̱μερόκοιτοι , ἡμερόκοιτος sleeping by day masc/fem nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»